- ἐπιρριπτῶν
- ἐπιρριπτέωthrow oneselfpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐπιρρῑπτῶν , ἐπιρριπτέωthrow oneselfpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιρρίπτων — ἐπιρρί̱πτων , ἐπιρριπτέω throw oneself pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek